ασβολώνω

ασβολώνω
[-ώ (ο)] μετ. коптить, покрывать сажей

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ασβολώνω" в других словарях:

  • ασβολώνω — (AM ἀσβολῶ, όω) [άσβολος] μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά νεοελλ. 1. τυφλώνω 2. κάνω κάποιον να χάσει τη διαύγεια του πνεύματος (πρβλ. αποσβολώνω) 3. (μτχ.) ασβολωμένος α) άτυχος, δυστυχισμένος («επέρνα μέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες») β)… …   Dictionary of Greek

  • αποσβολώνω — (Μ ἀπασβολῶ, όω) κάνω κάποιον να σωπάσει από κατάπληξη ή ντροπή μσν. μαυρίζω κάτι με ασβόλη, καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < απασβολώνω < απ(ο) * + ασβολώνω (< αρχ. ασβολώ*) «προξενώ σε κάποιον αναστάτωση με αιφνιδιαστική είδηση ή ενέργεια, προσβάλλω …   Dictionary of Greek

  • ασβόλη — η (AM ἀσβόλη, η Α και ἄσβολος, η, ο) η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς νεοελλ. η συμφορά, η δυστυχία μσν. το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά αρχ. η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • μυριοασβολωμένος — και μυριασβολωμένος, η, ον (Μ) καταραμένος άπειρες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἀσβολωμένος, μτχ. τού ἀσβολώνω «καταριέμαι»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»